ἅρασαι — ἄρασαι , ἀράομαι pray to aor imperat mid 2nd sg ἄ̱ρασαι , ἀράζω snarl perf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἄρασαι , ἀράζω snarl aor imperat mid 2nd sg ἄρᾱσαι , ἀρέομαι aor imperat mp 2nd sg (attic) ἄ̱ρᾱσαι , αἴρω attach aor part act fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρασ' — ἄρασαι , ἀράομαι pray to aor imperat mid 2nd sg ἄ̱ρασα , ἀράζω snarl aor ind act 1st sg (doric aeolic) ἄ̱ρασο , ἀράζω snarl plup ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρασο , ἀράζω snarl perf imperat mp 2nd sg (doric aeolic) ἄ̱ρασε , ἀράζω snarl aor ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπή — η, ΝΜΑ 1. αλλαγή κατεύθυνσης, γύρισμα, καμπή 2. μεταβολή, μετατροπή, τροποποίηση 3. ηλιοστάσιο 4. μεταστροφή, αλλαγή νεοελλ. 1. γραμμ. μεταβολή ενός φθόγγου σε άλλον («τροπή τού α σε η») 2. μαθημ. μετατροπή μιας μετρικής μονάδας σε άλλην («τροπή… … Dictionary of Greek